- σπίτι
- Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο των συνεχόμενων διαφορετικών καλυβιών που χρησιμοποιούν ως κατοικία νομαδικοί και μη εκπολιτισμένοι πληθυσμοί. Τίποτε ή λίγα γνωρίζουμε για το σ. των προϊστορικών εποχών και πολύ λίγα για το σ. των πιο αρχαίων πολιτισμών, όπως του ασσυριακού, αιγυπτιακού, κρητικού και μυκηναϊκού, των οποίων όμως γνωρίζουμε τις μεγαλύτερες οικοδομές, όπως τα διάφορα ανακτορικά συγκροτήματα, από τα οποία μπορούμε να πληροφορηθούμε πολλά σχετικά με τις κατοικίες αυτής της εποχής, τουλάχιστον της ανώτερης τάξης. Είναι φανερό πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα σ. είχαν χτιστεί με ευτελή υλικά, κυρίως ωμές πλίνθους ή ξύλα, που φθείρονταν πολύ γρήγορα. Για όλη αυτή την περίοδο δεν έχουμε παρά λίγες περιγραφές αρχαίων συγγραφέων και τα ευρήματα των ανασκαφών· από αυτά γνωρίζουμε τις ελλειψοειδείς, κυκλικές και πεταλοειδείς κατοικίες, που απαντούν στην Ελλάδα, καθώς και τις μεταγενέστερες μεγαροειδείς, που φαίνεται ότι διαμορφώνονται ήδη από τα τέλη της Νεολιθικής εποχής: όμως για σ. με την κοινή σημασία, για όλη την κλασική αρχαιότητα, μπορεί v’ αρχίσει να γίνεται συστηματικά λόγος μόνο με την επικράτηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Στον πολιτισμό αυτόν, όπως και στον ετρουσκικό και στο ρωμαϊκό, η αρχιτεκτονική και πολεοδομική αντίληψη περί σ. είναι ουσιαστικά ίδια: ένα μέρος της έκτασης της πόλης, γύρω από το οποίο ο πολίτης χτίζει τους διάφορους χώρους, για τις ανάγκες της ζωής του. Χαρακτηριστικό συνθετικό στοιχείο του σ. της κλασικής αρχαιότητας είναι η κεντρικά τοποθετημένη αυλή, που αποτελεί τον εσωτερικό ελεύθερο χώρο του σπιτιού και το λειτουργικό συγχρόνως κέντρο, γύρω από το οποίο αναπτύσσονται οι χώροι κατοικίας. Είναι το ελληνικό αίθριο ή το λατινικό atrium. Μοναδική εξαίρεση στο σύστημα της μονοκατοικίας, που γενικά εφαρμόζεται στον αρχαίο κόσμο, αποτελούν οι ρωμαϊκές insulae, αλλά και άλλα κτίρια που χρησιμοποιούνταν για κατοικία, όπως μέγαρα, πύργοι, ιερά οικοδομήματα κλπ. Με το μεσογειακό πολιτισμό περνούμε κυρίως από το κυκλικό σχέδιο (την αρχαία καλύβα) στο ορθογώνιο, που βρίσκεται ήδη, ασχημάτιστο και ακόμα ανοργάνωτο, στα σπίτια - μέγαρα των Μυκηνών, της Κρήτης, της Τροίας κ.α. Το αρχαιοελληνικό σ. περιλαμβάνει, από την αρχή του την αυλή, που σε πιο προχωρημένη εποχή πλουτίζεται με στοά με δύο στύλους, στεγαζόμενη με δικλινή στέγη και αέτωμα, και προηγείται του μεγάρου (σ. στην Πριήνη του 4ου αι. π.Χ.). Τα υλικά είναι ευτελή (ωμά τούβλα επενδυμένα με σανίδια ή πλάκες από οπτή γη). Μόνο μετά τον 4o αι. π.Χ. εμφανίζονται ζωγραφικές διακοσμήσεις και παρατηρείται κάποια ποιοτική βελτίωση. Η αρχαία ελληνική δημοκρατία, από τον 5o αι. π.Χ., αναπτύσσει στους πολίτες, εκτός από το ζωηρό ενδιαφέρον για τα έργα της πόλης, και το ενδιαφέρον για την ορθολογική οργάνωση του συνόλου των σ. με κανονιστικά σχέδια, σε μια ενιαία πολεοδομική αντίληψη. Όσον αφορά το ετρουσκικό σ. είναι ακόμα λιγότερο γνωστό από το αρχαιοελληνικό, ξέρουμε ωστόσο ότι ήταν πιο απλό, αλλά βασιζόταν στο ίδιο σχέδιο προαυλίου - ή αυλής - περιβαλλόμενου από τους άλλους χώρους. Ανάλογο σχήμα βρίσκουμε στη ρωμαϊκή μονοκατοικία (που είναι πολύ γνωστή από τις ανασκαφές που έγιναν στην Πομπηία). Στην αρχή τα σ. αυτά προέρχονταν από τον τύπο του αγροτικού σ. και αργότερα πλησίασαν περισσότερο προς την αρχαιοελληνική αντίληψη. Ήταν όμως μεγαλύτερα και περισσότερο διακοσμημένα, και μερικές φορές μπροστά τους υπήρχε αυλή με στοά (περιστύλιο). Γύρω στο συνηθισμένο αυτό σχέδιο η ζωή αναπτύσσεται κατά τρόπο πιο ελεύθερο: οι πιο ενδιαφέροντες χώροι είναι πάντα οι εσωτερικοί, που προορίζονται για την οικογένεια, αλλά συχνά το σ. περιβάλλεται και από άλλους χώρους για τους υποτακτικούς και τους πελάτες, εκφράζοντας μια νέα αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων. Το πιο ενδιαφέρον φαινόμενο της ρωμαϊκής περιόδου είναι οι λεγόμενες insulae, δηλαδή σ. ομαδικής κατοίκησης με διαμερίσματα. Το φαινόμενο αυτό, που ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του αστικού πληθυσμού, της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών των πολιτών, ακόμα και της κερδοσκοπικής δραστηριότητας πολλών ρωμαϊκών οικογενειών, θα βρει ως ένα βαθμό το αντίστοιχο του μόνο έπειτα από πολλούς αιώνες με τη δημιουργία των βιομηχανικών πόλεων του 19ου αι. Ενώ στις μονοκατοικίες που τείνουν να μείνουν όμοιες με το υπόδειγμα των μεγάρων και επαύλεων των πατρικίων και που ουσιαστικά είναι όμοιες με τις αρχαιοελληνικές η ζωή κυλάει στο εσωτερικό και έτσι όλα τ’ ανοίγματα είναι προς την αυλή (υπογραμμίζοντας τη ρωμαϊκή αντίληψη του domus ως ατομικής ιδιοκτησίας), στα ενοικιαζόμενα σ. η ζωή είναι εντελώς αντίθετη, αρχίζοντας ακριβώς από την αντίληψη της ιδιοκτησίας. Οι insulae αυτές, αντίθετα με τα άλλα σ., είναι πολύ ψηλές, μερικές φορές με πέντε ή έξι ορόφους με πολύ μικρά δωμάτια, με λίγο αέρα και λίγο φως και οι άνθρωποι ζουν σ’ αυτές στοιβαγμένοι χωρίς να δίνουν προσοχή στην υγιεινή και στην ανάμειξη: εκτός από τον ύπνο, το υπόλοιπο της ημέρας το περνούν στο ύπαιθρο, στο δρόμο, στους δημόσιους χώρους (περίεργα είναι, κατ’ αυτή την έννοια, τα δημόσια αφοδευτήρια στην αρχαία Όστια). Οι μεγάλες αυτές οικοδομές αντιπροσωπεύουν το ακριβές αντίστοιχο των πολυκατοικιών των σύγχρονων πόλεων: ακόμα και η αυλή, που θεωρούνταν τόσο πολύτιμη στη μονοκατοικία, γίνεται τώρα ένας απλός φωταγωγός. Μ’ αυτόν τον τύπο σ., ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις (η Ρώμη το 2o αι. είχε πάνω από ένα εκατομμύριο κάτοικους) συνδέεται η έλλειψη οργανικής πολεοδομικής αντίληψης και γι’ αυτό ό,τι αφορά την κατοικία υποκύπτει στην τυραννία της οικοδομικής κερδοσκοπίας. Οπωσδήποτε, με την παρακμή του ρωμαϊκού πολιτισμού, η insula εξαφανίζεται και ο παραδοσιακός τύπος του ρωμαϊκού σ. φτωχαίνει ολοένα και περισσότερο, ώσπου εξαφανίζεται ολοκληρωτικά (η Ρώμη τον 6o μ.Χ. αριθμούσε λιγότερους από 50.000 κάτοικους), ενώ ένα μεγάλο μέρος του Μεσαίωνα, και ειδικά στη Ρώμη, τα μνημεία, με λίγες προσαρμογές, χρησίμευαν για τη στέγαση του πληθυσμού. Όσον αφορά τις άλλες μεσογειακές χώρες μπορεί να υποστηριχτεί ότι το βυζαντινό σ. ήταν όμοιο με το ρωμαϊκό, αν και δεν έχουμε δείγματα του, ενώ το σ. στις ισλαμικές χώρες, αν και αποτελούνταν από χώρους γύρω στην αυλή, προς την οποία άνοιγαν τα παράθυρα, δεν ακολουθεί τόσο αυστηρούς κανόνες όπως ο αρχαιοελληνικός και ρωμαϊκός. Και ο εσωτερικός επίσης χώρος έχει λιγότερο αστική όψη και γίνεται μάλλον κήπος, παραμένοντας αργότερα ως patio στην ισπανική αρχιτεκτονική, ειδικότερα στις αποικισθείσες χώρες της Λατινικής Αμερικής και στην Καλιφόρνια. Στη ρομανική και στη γοτθική περίοδο, με την επανάληψη της οικοδομικής δραστηριότητας σε όλη την Ευρώπη και την ακμή των ελεύθερων κοινοτήτων, η αστική μονοκατοικία παίρνει καινούρια ώθηση. Πάνω απ’ όλα η κοινωνική και οικονομική κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται και να μεταβάλλονται συνεπώς και οι συνθήκες εγκατάστασης στις πόλεις της δημιουργούμενης αστικής τάξης και των χωρικών. Το φαινόμενο αυτό έχει τόσο ριζική σημασία, ώστε το σ. της μικρής πόλης του προχωρημένου Μεσαίωνα (γύρω στον 11o αι.), ανατρέπει πλήρως το υπόδειγμα που χρησιμοποιήθηκε σε όλη την κλασική αρχαιότητα. Η εσωτερική αυλή εξαφανίζεται εντελώς και μερικές φορές μόνο μένει σαν λαχανόκηπος ή κήπος στο πίσω μέρος. Το σ. αναπτύσσεται τώρα κατακόρυφα αντί οριζόντια, γεγονός που επιβάλλει να έχει προεξοχές, εξώστες και παράθυρα που να βλέπουν προς το δρόμο, αντί στο εσωτερικό. Ένας νέος ανοιχτός χώρος δίνεται από τον εξώστη με κολόνες, που εμφανίζεται συχνά στους επάνω ορόφους· στο ισόγειο, σχεδόν πάντα, υπάρχει μαγαζί. Παραδοσιακή παραμένει η χρήση της ως μονοκατοικίας και το οικοδομικό υλικό είναι ακόμα ευτελές και ευκολόφθαρτο. Αυτό το σχήμα σ. που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε εξωστρεφές, το βρίσκουμε και σε όλη την περίοδο της Αναγέννησης όμοιο σε όλη την Ευρώπη - εκτός από τις διαφορές που οφείλονται στο κλίμα και σε τοπικά οικοδομικά συστήματα - αν εξαιρέσουμε με την Ισπανία, όπου παραμένει ακόμα πολύ ισχυρή η επίδραση της μαυριτανικής παράδοσης. Περνάμε έπειτα χωρίς αλλαγή από το γοτθικό και το ρομανικό σ. στο σπίτι της Αναγέννησης που διαφέρουν μεταξύ τους μόνο εξωτερικά ενώ εσωτερικά είναι όμοια, ακόμα και για τις ιδιαίτερες χρήσεις. Μόνιμο χαρακτηριστικό έχουν ότι παραμένουν μονοκατοικία και ότι το πολεοδομικό πρόβλημα αρχίζει να επιβάλλεται μονάχα ως τεχνικό -αισθητικό και όχι ως κοινωνικό γεγονός. Από το 16o αι. ήδη αρχίζουν να παρουσιάζονται τα πρώτα σ. με διαμερίσματα, δηλαδή μια πρώτη μερική επιστροφή στην αντίληψη - που είχε εκδηλωθεί με όχι σωστό τρόπο στις ρωμαϊκές insulae - του ομαδικού σ. Δεν είμαστε όμως ακόμα στο ομαδικό σ. με την έννοια που παίρνει το 19o αι., με όλα όσα συνεπάγεται: στην ουσία πρόκειται κυρίως για αρχοντικό μέγαρο, υπο-διαιρούμενο σε πολλά διαμερίσματα, δηλαδή με μόνη τροποποίηση της εσωτερικής διαίρεσης ενώ τα άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία μένουν αμετάβλητα· ωστόσο η αντίληψη της οριζόντιας ιδιοκτησίας αρχίζει να γεννιέται. Αυτός ο τύπος σ., που σπάζει οριστικά τη δισχιλιετή παράδοση του ατομικού σ. για μια μόνο οικογένεια, αρχίζει να διαδίνεται μετά το 17o αι. βρίσκοντας ευνοϊκό έδαφος ιδιαίτερα με την επικράτηση του μπαρόκ του Παρισιού και της Ρώμης, ενώ στην Αγγλία παραμένει ισχυρή η παράδοση της μονοκατοικίας με κατακόρυφη ανάπτυξη. Αντίθετα προς την μονοκατοικία, το σ. με διαμερίσματα υφίσταται σειρά παραλλαγών που ακολουθούν την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών του πληθυσμού· γι’ αυτό είναι αναγκαίο στο σημείο αυτό να διακρίνουμε την πολλαπλή κατοικία, με επικράτηση του κοινωνικού ενδιαφέροντος, από τη μονοκατοικία, όπου υπερισχύει το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Η ομαδική κατοικία, όπως έχει ειπωθεί, δεν είναι, στην αρχή, παρά μια τροποποίηση του μεγάρου, αλλά η αντίληψη αυτή άρχισε γρήγορα v’ αλλάζει όχι μόνο κάτω από την παρώθηση της κερδοσκοπίας, αλλά και από τη νέα οικοδομική τεχνική και τη νέα κοινωνική και οικονομική διάρθρωση. Το σ. αυτό πρέπει ουσιαστικά να ανταποκρίνεται μάλλον σε πρακτικές και οικονομικές απαιτήσεις, παρά σε κανόνες αισθητικής και ύφους: εμφανίζεται έτσι αυτό που συνήθως λέγεται λαϊκή κατοικία, ενώ ταυτόχρονα ευθυγραμμίζεται με βραδύτερο ρυθμό το σπίτι - μέγαρο. Η λαϊκή κατοικία παρουσιάζεται αμέσως ως κοινωνικό πρόβλημα, με πολλά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά των, πριν τόσους αιώνες, ρωμαϊκών insulae: απόλυτη περιφρόνηση της υγιεινής και ανοχή του συμφυρμού, καθολική εκμετάλλευση του χώρου, ελάχιστο κόστος εκτέλεσης, καμιά άνεση, υποδούλωση στην οικοδομική κερδοσκοπία· με τη διαφορά ότι στις καινούριες βιομηχανικές πόλεις, όπου έρχονται να εγκατασταθούν οι αγροτικές μάζες, λείπουν τελείως οι ομαδικές εγκαταστάσεις, που ήταν χαρακτηριστικές στην κλασική αρχαιότητα και μια έστω και ελάχιστη κοινωνική αντίληψη πολεοδομικής οργάνωσης. Παραμένει το θετικό γεγονός ότι, τώρα, με τις νέες διαστάσεις των πόλεων, το σ. δεν είναι πια αναγκαστικά ατομικό, μπορεί όμως να είναι παραδεκτό, έστω και σε στενή γειτνίαση με άλλα σ. Η λαϊκή κατοικία χάνει οπωσδήποτε με τον καιρό τα πιο αρνητικά χαρακτηριστικά της, ενώ το σ. - μέγαρο απαρνιέται μερικές τυπικές αξιώσεις με αντίστοιχη ενδιάμεση εξισορρόπηση.
Το 19o αι. οι απαιτήσεις αυξάνουν και το συλλογικό σ. πρέπει v’ ανταποκριθεί σ’ αυτές. Οι πρώτες απαιτήσεις είναι τεχνολογικής φύσης: εγκαταστάσεις, βοηθητικοί χώροι, υλικά. Έτσι, το σ. γίνεται αντικείμενο μελέτης εκ μέρους του νέου δημιουργού του 19ου αι., του πολιτικού μηχανικού. Πολιτικοί μηχανικοί ήταν οι πρώτοι ειδικοί για το θέμα αυτό, ιδιαίτερα στη Γερμανία (λαϊκές κατοικίες των εργοστασίων Κρουπ στο Έσεν) όπου το πρόβλημα της λαϊκής κατοικίας ήταν πιο αισθητό· και οι μελέτες που εκπονήθηκαν το 19o αι. χρησίμευσαν ως βάση της πρακτικής δραστηριότητας επί ένα σχεδόν αι. σε όλες τις χώρες. Η μελέτη της συλλογικής κατοικίας προχώρησε σε βάθος στην περίοδο τη μεταξύ των δύο παγκόσμιων πόλεμων, όχι μόνο ως προβλήματος μηχανικής αλλά και ως κοινωνικού πολεοδομικού προβλήματος στα πλαίσια του νέου ζωηρού ενδιαφέροντος για αρχιτεκτονικά σχέδια. Μελέτες ειδικές και πολύ προχωρημένες γίνονται ιδιαίτερα στην πρώην ΕΣΣΔ και στη Γαλλία. Αλλά ενώ στην πρώην ΕΣΣΔ γρήγορα παραμερίζονται, στη Γαλλία, οδηγούν σε μια πραγματοποίηση εξαιρετικής θεωρητικής αξίας: την Unite d’ habitation (οικιστική μονάδα) στη Μασσαλία του Λε Κορμπυζιέ, καρπό μακρόχρονης προπαρασκευαστικής μελέτης, που πραγματοποιήθηκε όμως αμέσως μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο πόλεμο (1945-54), και στην οποία ικανοποιούνται ορθολογικά όλες οι απαιτήσεις της συλλογικής και αστικής ζωής. Στη Μεγάλη Βρετανία, μετά την αρνητική πείρα του 19ου αι. από τα slums (φτωχογειτονιές) των βιομηχανικών πόλεων, ο πιο διαδομένος οικοδομικός τύπος παραμένει το ατομικό σ. παραδοσιακής μορφής, σε συνδυασμό όχι μονάχα με τις καλύτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, αλλά και με μια πιο αναπτυγμένη πολεοδομική συνείδηση, που αποκορυφώθηκε με την οικοδόμηση των πόλεων - κήπων (πόλη), των πρώτων χρόνων του 20ού αιώνα.
Στην ίδια περίοδο στις ΗΠΑ, η πολυκτοικία ζει μια προκαταβολική αρχιτεκτονική εμπειρία, που οφείλεται στη μεγάλη αστυφιλία, με το σ. - ουρανοξύστη με δεκάδες ορόφους, το οποίο συνδέει τις μορφολογικές εκφράσεις που χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή παράδοση, με αξιοσημείωτης τόλμης τεχνικές λύσεις και τη χρησιμοποίηση του μεταλλικού σκελετού. Αλλά αυτές οι τόσο προχωρημένες λύσεις, πάντα έτοιμες να εγκαταλειφθούν ή να αναθεωρηθούν, έχουν προγραμματισμένα προσωρινή και σχεδόν πειραματική αξία, ενώ παραμένουν σταθερά τα χαρακτηριστικά των αγγλικών slums, που μοιάζουν τόσο με τις ρωμαϊκές insulae.
Γενικά μπορεί να παρατηρηθεί ότι γίνεται το παν για να γίνει το συλλογικό σ. ολοένα και πιο κατάλληλο για τις αυξανόμενες απαιτήσεις του ανθρώπου σε σχέση με τα προβλήματα της αστικής συμβίωσης. Όσον αφορά το ατομικό σ., αναμφισβήτητα πιο ενδιαφέρον, εξαιτίας των εναλλαγών των αρχιτεκτονικών ρευμάτων, δεν υπάρχει τίποτα από τη ζωηρή κίνηση κοινωνικής ανακαίνισης, που χαρακτηρίζει το συλλογικό σ. του αι. μας. Είναι όμως αλήθεια ότι πολλά αιτήματα, όχι μονάχα αρχιτεκτονικά αλλά και τεχνολογικά, δε θα είχαν ικανοποιηθεί χωρίς τις προηγούμενες λύσεις των προβλημάτων του ατομικού σ., για το οποίο οι αρχιτέκτονες αναζητούν πάντα την πιο προχωρημένη πειραματική λύση. Πραγματικά, μετά το 19o αι., το μεγάλο αρχοντικό μέγαρο εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά και πήρε τη θέση του η μικρή μονοκατοικία. Αυτό το φαινόμενο ισοπέδωσης των συνηθειών των πλούσιων αστών ακολουθεί την ίδια πορεία τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, αλλά εδώ βρίσκει πιο ευνοϊκές κοινωνικές, οικονομικές και οικογενειακές συνθήκες και διαδίνεται με εξαιρετική ταχύτητα: στο τέλος του 19ου αι. ανήκουν τα πρώτα σ. του Αμερικανού αρχιτέκτονα Φρανκ Λόυντ Ράιτ. Στην Ευρώπη, πριν από τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, αρχίζει να επικρατεί στο ατομικό σ., η ορθολογική αντίληψη: σ’ αυτήν την περίοδο ανήκει το σ. Στάινερ του Λόος στη Βιέννη (1910). Αλλά η περίοδος της μεγαλύτερης ακμής του ορθολογικού σ. χαρακτηρίζεται από την έπαυλη Σαβουά στο Πουασύ της Γαλλίας (1928 - 30) έργο του Λε Κορμπυζιέ στην οποία εμφανίζονται ήδη στον τομέα της μονοκατοικίας οι αντιλήψεις που θα βρουν την καθιέρωσή τους στο συλλογικό τομέα με την Unite d’ habitation της Μασσαλίας. Όμως η Ευρώπη, μετά τον τελευταίο πόλεμο, δεν αποτελεί το καλύτερο έδαφος μελέτης για τη μονοκατοικία. Ακόμα και στη Μεγάλη Βρετανία, που έχει παλιά παράδοση από το cottage (εξοχικό σπίτι) ως το σ. της πόλης, το αρχιτεκτονικό επίπεδο είναι μάλλον μέτριο και πραγματικά ευθυγραμμισμένο προς το μέσον όρο. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία και σ’ άλλες χώρες, όπου βρίσκονταν σε έξαρση ένας κάποιος εκλεκτισμός διεθνούς τύπου, δεν υπάρχουν παραδείγματα άξια ν’ αναφερθούν, αν εξαιρέσουμε μερικά εξοχικά σ. και παρόμοια που παρουσιάζουν ενδιαφέρον, συνήθως περισσότερο για την προσαρμογή στο περιβάλλον παρά για την αρχιτεκτονική. Αντίθετα, στις ΗΠΑ, το ατομικό σ. παραμένει το κύριο στοιχείο κατοικίας, σύμφωνα με τον τρόπο ζωής των Αμερικανών στις προαστιακές συνοικίες που συγκροτήθηκαν πρόσφατα έξω από τις μεγάλες πόλεις. Είναι αλήθεια πως κατά το μεγαλύτερο μέρος οι αμερικανικές μονοκατοικίες – ανταποκρινόμενες στη γενική ισοπέδωση της καλαισθησίας – δεν έχουν αρχιτεκτονικές αξιώσεις και πρακτικά εδώ κι έναν αιώνα κατασκευάζονται από ξύλο και με τις ίδιες οικοδομικές λεπτομέρειες (η Balloon Frame είναι του 1833)· αλλά είναι επίσης αληθινό πως με το γεμάτο ζήλο έργο του Ράιτ ο οποίος εμπνεύστηκε από το ιαπωνικό σ., προτείνοντας μια νέα σχέση ανθρώπου – φύσης (καθώς και με το έργο των οπαδών του ή ακόμα και των αντιπάλων του), η μονοκατοικία έφτασε στο υψηλότερο δυνατό αρχιτεκτονικό επίπεδο. Το 1936 χτίστηκε το περίφημο «Σπίτι του καταρράκτη» του Ράιτ, που οι κριτικοί συνηθίζουν να το αντιπαραβάλλουν ως υπόδειγμα οργανικής αρχιτεκτονικής, με την έπαυλη Σαβουά του Λε Κορμπιζιέ, υπόδειγμα ορθολογικής αρχιτεκτονικής. Στις ΗΠΑ, τέλος, αφιερώνονται στο θέμα της μονοκατοικίας και εκείνοι οι Γερμανοί αρχιτέκτονες όπως ο Γκρό-πιους κ.ά., που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία στην περίοδο του χιτλερισμού και που είχαν προηγούμενα εργαστεί κυρίως στον τομέα της συλλογικής κατοικίας.
Σπίτι στο Φάγερβικ της Φιλανδίας.
Η «Οικιστική μονάδα» («Unite d’habitation») στη Μασσαλία, του Λε Κορμπιζιέ, που χτίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (1945-1954) και δεσπόζει σ’ όλη την πόλη.
Σπίτια γραφικής αρχιτεκτονικής στο Λίμπεκ της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.
Σπίτι στα περίχωρα του Ίνσμπουργκ της Αυστρίας, με ξυλινο σκελετό εξωτερικά εκφράζει ένα τύπο κατασκευής που είναι διαδεδομένος σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη.
Ελισαβετιανό σπίτι στο Μάντσεστερ της Μεγάλης Βρετανίας.
Τυπικό σλοβακικό σπίτι.
Σπίτι στο Μπάριο ντε Σάντα Κρούζ στη Σεβίλλη της Ισπανίας.
Σπίτια στο Ποζιτάνο της Ιταλίας.
Καλύβες από μπαμπού στις όχθες του ποταμού Πεγκν στη Βιρμανία.
Σπίτια πάνω σε πασσάλους στο Τροντχάιμ της Νορβήγιας.
Xαρακτηριστικός τύπος ευρωπαϊκού σπιτιού. Σπίτια στο Γκντάνσκ της Πολωνίας.
Σπίτι στη συνοικία Τζόρτζταουν, στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ.
Τυπικό δείγμα κινεζικού σπιτιού.
Ένα εντελώς σύγχρονο οικοδόμημα στη συνοικία Λαφαγιέτ Παρκ, στο Ντιτρόιτ (ΗΠΑ.): έργο του Μίες βαν ντερ Ρόε.
Σπίτια στο Μάρκεν της Ολλανδίας.
Σπίτια στο Βαλπαρέζο της Χιλής.
Ρίτσαρντ Τζόζεφ Νώυτρα: η έπαυλη Ο’Χάρα στη Σίλβερλέικ της περιοχής του Λος Άντζελες. Το κτίριο βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με τη φυσική κλήση του λόφου και διαρθρώνεται σε 4 επίπεδα. Η έπαυλη αυτή θεωρείται σταθμός στη νεώτερη αμερικανική αρχιτεκτονική και παρουσιάζει ανάλογη ιδιομορφία και στην εσωτερική διάταξη των χώρων.
Το σπίτι του Όσκαρ Κάουφμαν, το γνωστό ως «σπίτι στον καταρράκτη», έργο (1936) του Φρανκ Λόυντ Ράιτ, στο Μπίαρ Pαv (Πενσυλβανία, ΗΠΑ.).
Τυπικό δείγμα ιαπωνικού σπιτιού.
Σπίτια στα Λαγκάδια Γορτυνίας: χαρακτηριστικός ελληνικός ορεινός οικισμός, σε έδαφος με έντονη κλίση.
Σπίτια στον νησιώτικο οικισμό Μενετές της Καρπάθου.
Αναπαράσταση οικίας της Πριήνης (4ος αι. π.Χ.).
Κατοικία στη Βιρμανία στηριγμένη σε πασσάλους, εξαιτίας του φόβου πλημμυρών.
Πέτρινα σπίτια με αμμοκονία, σε αραβικό χωριό.
Σπίτια στα Ιμαλάια, σ’ ένα χωριό του Νεπάλ.
* * *το / σπίτιν, ΝΜ, και σπήτι Ν, και σπῆτι Μοικία, κατοικία, ενδιαίτημα (α. «τα νεοκλασικά σπίτια τής Αθήνας» β. «χτίζει διώροφο σπίτι» γ. «ἐσέβηκα στὸ σπίτιν της καὶ προσεκύνησά την», Πρόδρ.)νεοελλ.1. οικογένεια, γένος, τζάκι («είναι από σπίτι» — κατάγεται από ευυπόληπτη οικογένεια)2. τα έξοδα τού σπιτιού, τα τρέχοντα έξοδα («είναι άθλος σήμερα για έναν εργαζόμενο να κρατήσει σπίτι»)3. το πορνείο4. φρ. «ανοίγω σπίτι» ή «κάνω σπίτι» — δημιουργώ οικογένεια5. παροιμ. «γυναίκα από σπίτι και σκύλο από μαντρί» — λέγεται ως προτροπή ή ευχή προκειμένου να κάνει κανείς σωστή επιλογή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁσπίτιον / ὁσπήτιον < λατ. hospitium «ξενώνας» < hospes, -itis «ξένος, φιλοξενούμενος» (με σίγηση τού αρκτικού άτονου -ο)].
Dictionary of Greek. 2013.